·

imagination (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “imagination”

ενικός imagination, πληθυντικός imaginations ή μη μετρήσιμο
  1. φαντασία
    As a child, her imagination would transport her to magical kingdoms far beyond our world.
  2. φαντασίωση (όταν δημιουργούνται ανύπαρκτες ή αναληθείς εικόνες)
    When she heard strange noises in the attic, it was her vivid imagination that conjured up ghosts instead of the reality of a few squirrels.
  3. εφευρετικότητα (η δεξιότητα να προτείνεις πρωτότυπες ιδέες ή λύσεις)
    The chef's imagination in the kitchen turned simple ingredients into culinary masterpieces.
  4. φανταστική εικόνα (μια συγκεκριμένη ιδέα ή εικόνα που δημιουργείται στο μυαλό)
    The dragon in her story was so vivid, it was as if her imagination had breathed life into it.