ουσιαστικό “imagination”
ενικός imagination, πληθυντικός imaginations ή μη μετρήσιμο
- φαντασία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As a child, her imagination would transport her to magical kingdoms far beyond our world.
- φαντασίωση (όταν δημιουργούνται ανύπαρκτες ή αναληθείς εικόνες)
When she heard strange noises in the attic, it was her vivid imagination that conjured up ghosts instead of the reality of a few squirrels.
- εφευρετικότητα (η δεξιότητα να προτείνεις πρωτότυπες ιδέες ή λύσεις)
The chef's imagination in the kitchen turned simple ingredients into culinary masterpieces.
- φανταστική εικόνα (μια συγκεκριμένη ιδέα ή εικόνα που δημιουργείται στο μυαλό)
The dragon in her story was so vivid, it was as if her imagination had breathed life into it.