·

weaving (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
weave (ρήμα)

ουσιαστικό “weaving”

ενικός weaving, πληθυντικός weavings ή μη μετρήσιμο
  1. ύφανση
    Grandma spent her afternoons at the loom, mastering the art of weaving with remarkable skill.
  2. ύφασμα
    The museum displayed a beautiful weaving from the 18th century, showcasing intricate patterns and vibrant colors.
  3. ανακλαστική κίνηση (με την έννοια της κίνησης από πλευρά σε πλευρά, όπως στο οδήγημα)
    The child's weaving on the bicycle made it clear that he was still learning how to ride without training wheels.