·

dancing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
dance (ρήμα)

ουσιαστικό “dancing”

ενικός dancing, μη μετρήσιμο
  1. χορός
    At the party, everyone was laughing and enjoying the dancing in the living room.