·

dance (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “dance”

ενικός dance, πληθυντικός dances ή μη μετρήσιμο
  1. χορός
    Every Saturday night, they would clear the living room to dance the salsa together.
  2. χοροεσπερίδα
    The high school prom is a dance that many students look forward to all year.
  3. μουσική dance
    When the DJ played my favorite dance track, I couldn't help but groove to the beat.
  4. χορός (μεταφορική αλληλεπίδραση μεταξύ ανταγωνιστών)
    The negotiations between the two companies were like a delicate dance of offers and counteroffers.

ρήμα “dance”

απαρέμφατο dance; αυτός dances; αόριστος danced; μετοχή αορ. danced; μετοχή ενεστ. dancing
  1. χορεύω
    She danced gracefully across the stage, captivating the audience.
  2. κουνιέμαι
    The leaves danced in the wind, creating a peaceful rustling sound.
  3. κάνω κάτι/κάποιον να κουνηθεί
    The puppeteer danced the marionettes across the stage with expert control.
  4. ένας διακριτικός τρόπος αναφοράς στη συμμετοχή σε σεξουαλική δραστηριότητα (ένα ευφημισμός που χρησιμοποιείται συχνά στα ποπ τραγούδια)
    The couple had been flirting all evening, and it was clear they wanted to dance with each other.