·

multinational (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “multinational”

βασική μορφή multinational (more/most)
  1. πολυεθνικός
    The multinational peacekeeping force was deployed in the conflict zone.
  2. πολυεθνικός (εταιρεία που δραστηριοποιείται σε πολλές χώρες)
    The multinational company has branches all over the world.

ουσιαστικό “multinational”

ενικός multinational, πληθυντικός multinationals
  1. πολυεθνική (εταιρεία)
    Many multinationals have their headquarters in major cities.