·

forest (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “forest”

ενικός forest, πληθυντικός forests
  1. δάσος
    We went hiking in the dense forest behind our house.
  2. πυκνή συλλογή (όταν αναφέρεται σε μεγάλη ποσότητα κάτι που δεν είναι δέντρα)
    She navigated through a forest of legal jargon to understand the contract.
  3. δάσος (στη θεωρία γραφημάτων, συλλογή δέντρων χωρίς κύκλους)
    In our study of graph theory, we identified that the collection of trees, known as a forest, within graph G contains no cycles, ensuring each component is acyclic.