ουσιαστικό “uncle”
ενικός uncle, πληθυντικός uncles
- θείος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My uncle took me fishing last weekend.
- θείος (φίλος της οικογένειας)
Uncle Joe, dad's best friend from college, always brings us treats when he visits.
- θείος (μέντορας)
Whenever I had a problem, Mr. Thompson was like an uncle to me, always ready with advice.
επίφωνο “uncle”
- παραδίνομαι
After struggling to escape the headlock, Jake finally shouted, "Uncle!"