·

lens (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “lens”

ενικός lens, πληθυντικός lenses
  1. φακός
    Lenses in glasses allow us to see better.
  2. φακός (φωτογραφική μηχανή)
    The photographer adjusted the lens on her camera to capture a sharp image of the sunset.
  3. φακός (μάτι)
    The lens of the eye can become less flexible with age.
  4. οπτική γωνία
    We need to examine the issue through different lenses to understand it fully.
  5. φακός (γεωμετρία)
    The intersection of the two circles forms a lens.
  6. (στη γεωλογία) σώμα πετρώματος ή ορυκτού που είναι παχύτερο στο κέντρο και λεπτότερο στις άκρες, με σχήμα φακού.
    The miners found a lens of gold in the hillside.
  7. (στον προγραμματισμό) ένα εργαλείο που επιτρέπει την πρόσβαση και την τροποποίηση δεδομένων μέσα σε εμφωλευμένες δομές δεδομένων
    By using lenses, developers can easily update nested objects.
  8. (στη φυσική) μια συσκευή που εστιάζει δέσμες ηλεκτρονίων σε εξοπλισμό όπως τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια
    The electron microscope uses lenses to focus the beam for imaging.
  9. (στη βιολογία) ένα γένος φυτών στην οικογένεια των ψυχανθών, που περιλαμβάνει τις φακές
    Lens culinaris is cultivated worldwide for its edible seeds.

ρήμα “lens”

απαρέμφατο lens; αυτός lenses; αόριστος lensed; μετοχή αορ. lensed; μετοχή ενεστ. lensing
  1. (στον κινηματογράφο) κινηματογραφώ ή φωτογραφίζω χρησιμοποιώντας κάμερα
    The director decided to lens the scene during the golden hour.
  2. (στη γεωλογία) να γίνεται λεπτότερο προς τις άκρες
    The rock formation lenses out gradually as it reaches the coast.