επίθετο “intricate”
βασική μορφή intricate (more/most)
- περίπλοκος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The jeweler's intricate design on the tiny locket amazed everyone who saw it.