επίθετο “national”
βασική μορφή national, μη βαθμ.
- εθνικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The story about the new law was featured in every national newspaper.
- εθνικός (ιδιαίτερος για μια χώρα)
The national tree of Canada is the sugar maple.
ουσιαστικό “national”
ενικός national, πληθυντικός nationals
- υπήκοος
The embassy provided assistance to its nationals during the crisis.
- εθνικός διαγωνισμός
The gymnastics team was thrilled to qualify for the nationals after their impressive performance at the state level.
- εθνική εφημερίδα
The story made headlines in all the nationals.