ουσιαστικό “bristle”
ενικός bristle, πληθυντικός bristles
- τρίχα (σε ζώο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The bristles on the pig's back were rough to the touch.
- τρίχα (σε βούρτσα ή σκούπα)
She removed paint from the bristles of her brush after finishing the artwork.
ρήμα “bristle”
απαρέμφατο bristle; αυτός bristles; αόριστος bristled; μετοχή αορ. bristled; μετοχή ενεστ. bristling
- αγριεύω
She bristled at the suggestion that she was lying.
- γεμίζω (με κάτι)
The town bristled with tourists during the festival season.
- σηκώνομαι όρθια (όπως οι τρίχες)
The dog's fur bristled when it saw the stranger.