·

anchovy (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “anchovy”

ενικός anchovy, πληθυντικός anchovies
  1. ένα μικρό ψάρι που τρώγεται ως τροφή, συχνά διατηρείται σε αλάτι και λάδι
    I ordered a pizza topped with anchovies.