·

sail (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “sail”

απαρέμφατο sail; αυτός sails; αόριστος sailed; μετοχή αορ. sailed; μετοχή ενεστ. sailing
  1. πλέω
    The yacht sailed smoothly with the wind at its back.
  2. κάνω ιστιοπλοΐα
    We spent the afternoon sailing on the lake.
  3. ολισθαίνω
    The eagle sailed through the air, searching for prey.

ουσιαστικό “sail”

ενικός sail, πληθυντικός sails ή μη μετρήσιμο
  1. πανί (του καραβιού)
    He lowered the sail as the wind began to die down.
  2. βόλτα με ιστιοφόρο (ή ιστιοπλοϊκή εκδρομή)
    Our weekend sail around the bay was relaxing and fun.