ρήμα “sail”
απαρέμφατο sail; αυτός sails; αόριστος sailed; μετοχή αορ. sailed; μετοχή ενεστ. sailing
- πλέω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The yacht sailed smoothly with the wind at its back.
- κάνω ιστιοπλοΐα
We spent the afternoon sailing on the lake.
- ολισθαίνω
The eagle sailed through the air, searching for prey.
ουσιαστικό “sail”
ενικός sail, πληθυντικός sails ή μη μετρήσιμο
- πανί (του καραβιού)
He lowered the sail as the wind began to die down.
- βόλτα με ιστιοφόρο (ή ιστιοπλοϊκή εκδρομή)
Our weekend sail around the bay was relaxing and fun.