·

allow (EN)
ρήμα

ρήμα “allow”

απαρέμφατο allow; αυτός allows; αόριστος allowed; μετοχή αορ. allowed; μετοχή ενεστ. allowing
  1. να καθιστά κάτι δυνατό
    The new bridge allowed the villagers to easily cross the river for the first time.
  2. να δίνει άδεια ή συγκατάθεση για κάτι
    The teacher allowed us to leave class early.
  3. να μην αποτρέπει ή να μπλοκάρει κάτι (να μην εμποδίζει)
    Although I don't like the idea of going there, I'll allow it this time.
  4. να λαμβάνει υπόψη ή να συμπεριλαμβάνει κάτι στον προγραμματισμό
    When planning a road trip, always allow extra time for traffic delays.
  5. (νομικά) να εγκρίνει ή να συμφωνεί με αίτημα ή αξίωση
    The judge allowed the appeal, granting the defendant a new trial.