επίθετο “central”
βασική μορφή central (more/most)
- κεντρικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The central plaza was crowded during the festival.
- κεντρικός (ουσιώδης)
Cooperation is central to achieving our goals.