·

summary (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “summary”

ενικός summary, πληθυντικός summaries
  1. περίληψη
    Before the meeting, she prepared a summary of the main points to discuss.

επίθετο “summary”

βασική μορφή summary, μη βαθμ.
  1. συνοπτικός
    The teacher gave a summary explanation of the chapter.
  2. συνοπτικός (χωρίς τις συνήθεις διαδικασίες)
    The judge made a summary decision without hearing all the evidence.