επίθετο “boundless”
βασική μορφή boundless, μη βαθμ.
- απεριόριστος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her boundless enthusiasm for learning made her excel in every subject.