ουσιαστικό “delay”
ενικός delay, πληθυντικός delays ή μη μετρήσιμο
- καθυστέρηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The flight was canceled due to a three-hour delay caused by bad weather.
- αναβολή
We cannot afford any delay during this project.
- ένα ηχητικό εφέ που κάνει τους ήχους να επαναλαμβάνονται μετά από μια σύντομη παύση
The guitarist used a delay to make his notes echo, creating a richer sound.
- επιπλέον χρόνος που παίρνεις σε μια παρτίδα σκακιού πριν αρχίσει να μετράει αντίστροφα ο χρόνος παιχνιδιού σου
In the chess tournament, each player had a 5-second delay before their clock began to count down.
ρήμα “delay”
απαρέμφατο delay; αυτός delays; αόριστος delayed; μετοχή αορ. delayed; μετοχή ενεστ. delaying
- καθυστερώ (κάτι προσωρινά)
The flight was delayed due to bad weather.
- καθυστερώ (κάποιον)
The traffic jam delayed her on her way to work.