·

delay (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “delay”

ενικός delay, πληθυντικός delays ή μη μετρήσιμο
  1. καθυστέρηση
    The flight was canceled due to a three-hour delay caused by bad weather.
  2. αναβολή
    We cannot afford any delay during this project.
  3. ένα ηχητικό εφέ που κάνει τους ήχους να επαναλαμβάνονται μετά από μια σύντομη παύση
    The guitarist used a delay to make his notes echo, creating a richer sound.
  4. επιπλέον χρόνος που παίρνεις σε μια παρτίδα σκακιού πριν αρχίσει να μετράει αντίστροφα ο χρόνος παιχνιδιού σου
    In the chess tournament, each player had a 5-second delay before their clock began to count down.

ρήμα “delay”

απαρέμφατο delay; αυτός delays; αόριστος delayed; μετοχή αορ. delayed; μετοχή ενεστ. delaying
  1. καθυστερώ (κάτι προσωρινά)
    The flight was delayed due to bad weather.
  2. καθυστερώ (κάποιον)
    The traffic jam delayed her on her way to work.