ουσιαστικό “whistleblowing”
ενικός whistleblowing, πληθυντικός whistleblowings ή μη μετρήσιμο
- καταγγελία (η πράξη της αποκάλυψης εμπιστευτικών ή παράνομων δραστηριοτήτων εντός ενός οργανισμού στις αρχές ή στο κοινό)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Whistleblowing led to the exposure of the company's fraudulent accounting practices.