·

whistleblowing (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “whistleblowing”

ενικός whistleblowing, πληθυντικός whistleblowings ή μη μετρήσιμο
  1. καταγγελία (η πράξη της αποκάλυψης εμπιστευτικών ή παράνομων δραστηριοτήτων εντός ενός οργανισμού στις αρχές ή στο κοινό)
    Whistleblowing led to the exposure of the company's fraudulent accounting practices.