·

ripping (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
rip (ρήμα)

επίθετο “ripping”

βασική μορφή ripping (more/most)
  1. φοβερός
    The band played a ripping tune that had everyone on their feet and dancing.