·

butter (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “butter”

ενικός butter, μη μετρήσιμο
  1. βούτυρο
    She spread butter on her toast for breakfast.
  2. βούτυρο (από διαφορετικά μη γαλακτοκομικά συστατικά)
    Almond butter is a tasty spread that goes well on toast.

ρήμα “butter”

απαρέμφατο butter; αυτός butters; αόριστος buttered; μετοχή αορ. buttered; μετοχή ενεστ. buttering
  1. αλείφω με βούτυρο
    She buttered the warm muffins before serving them.
  2. γέρνω (στο σκι ή στο σνόουμπορντ)
    He buttered like a pro, lifting the front end of her snowboard off the snow.