ουσιαστικό “butter”
ενικός butter, μη μετρήσιμο
- βούτυρο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spread butter on her toast for breakfast.
- βούτυρο (από διαφορετικά μη γαλακτοκομικά συστατικά)
Almond butter is a tasty spread that goes well on toast.
ρήμα “butter”
απαρέμφατο butter; αυτός butters; αόριστος buttered; μετοχή αορ. buttered; μετοχή ενεστ. buttering
- αλείφω με βούτυρο
She buttered the warm muffins before serving them.
- γέρνω (στο σκι ή στο σνόουμπορντ)
He buttered like a pro, lifting the front end of her snowboard off the snow.