ουσιαστικό “prowess”
ενικός prowess, μη μετρήσιμο
- ικανότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her prowess in painting was evident in the intricate details of her artwork.