·

entryway (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “entryway”

ενικός entryway, πληθυντικός entryways
  1. διάδρομος ή χώρος κοντά στην κύρια είσοδο ενός κτιρίου
    They left their umbrellas in the entryway before entering the house.