ουσιαστικό “entryway”
ενικός entryway, πληθυντικός entryways
- διάδρομος ή χώρος κοντά στην κύρια είσοδο ενός κτιρίου
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They left their umbrellas in the entryway before entering the house.