επίθετο “weird”
βασική μορφή weird (more/most)
- παράξενος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She found a weird rock that glowed in the dark.
επίρρημα “weird”
- παραξένα
ρήμα “weird”
απαρέμφατο weird; αυτός weirds; αόριστος weirded; μετοχή αορ. weirded; μετοχή ενεστ. weirding
- αναστατώνω (όταν κάτι φαίνεται παράξενο)
The way he kept staring at me really weirded me out.