·

weird (EN)
επίθετο, επίρρημα, ρήμα

επίθετο “weird”

βασική μορφή weird (more/most)
  1. παράξενος
    She found a weird rock that glowed in the dark.

επίρρημα “weird”

weird (more/most)
  1. παραξένα
    He looked at me weird.

ρήμα “weird”

απαρέμφατο weird; αυτός weirds; αόριστος weirded; μετοχή αορ. weirded; μετοχή ενεστ. weirding
  1. αναστατώνω (όταν κάτι φαίνεται παράξενο)
    The way he kept staring at me really weirded me out.