ουσιαστικό “dishwasher”
ενικός dishwasher, πληθυντικός dishwashers
- πλυντήριο πιάτων
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After dinner, I loaded the dishwasher and turned it on.
- λαντζέρης (άτομο που πλένει πιάτα σε εστιατόριο)
He worked as a dishwasher in a busy downtown restaurant to earn some extra money.