·

μ (EN)
γράμμα, σύμβολο, σύμβολο

γράμμα “μ”

μ, mu
  1. το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, μι
    In physics equations, the Greek letter μ is often used to represent different constants.

σύμβολο “μ”

μ
  1. (στη στατιστική) το σύμβολο για τον μέσο όρο του πληθυσμού
    In statistics, μ represents the average of a population, such as the average height of all students in a school.
  2. (στη φυσική) το σύμβολο για τον συντελεστή τριβής
    The equation uses μ to denote friction between surfaces, helping engineers calculate how materials will slide over each other.
  3. (στη φυσική) το σύμβολο για τη διαπερατότητα
    The material's permeability, μ, determines how it responds to magnetic fields, which is important in designing electromagnets.

σύμβολο “μ”

μ
  1. (στις μετρήσεις) ένα πρόθεμα που σημαίνει μικρο-, ή ένα εκατομμυριοστό (10⁻⁶)
    The size of the bacteria is about 2 μm which is very small.