ρήμα “kiss”
απαρέμφατο kiss; αυτός kisses; αόριστος kissed; μετοχή αορ. kissed; μετοχή ενεστ. kissing
- φιλάω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She kissed her mother on the cheek before leaving for school.
- φιλιέμαι
The boy and girl kissed under the stars.
- αγγίζω ελαφρά
The sun kissed the tops of the mountains at dawn.
ουσιαστικό “kiss”
ενικός kiss, πληθυντικός kisses
- φιλί
He gave her a kiss on the forehead before leaving.
- φιλί (σημάδι 'X' σε γράμμα)
She signed the postcard with three kisses, i.e. 'XXX'.
- σοκολατάκι
She offered me a chocolate kiss from the candy dish.
- σύνοδος (αστρονομία)
The astronomer watched the kiss of Mars and Venus at dawn.