·

misleading (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
mislead (ρήμα)

επίθετο “misleading”

βασική μορφή misleading (more/most)
  1. παραπλανητικός
    The advertisement was misleading, making the toy look much bigger than it actually is.