·

high-performance (EN)
επίθετο

επίθετο “high-performance”

βασική μορφή high-performance, higher-performance, highest-performance (ή more/most)
  1. υψηλής απόδοσης (σχεδιασμένος να αποδίδει καλύτερα ή ταχύτερα από άλλους, ειδικά όσον αφορά την ταχύτητα ή την αποδοτικότητα)
    He bought a high-performance car that accelerates faster than any other in its class.
  2. υψηλής απόδοσης (για ένα άτομο, που αποδίδει εξαιρετικά καλά, επιτυγχάνοντας υψηλά αποτελέσματα)
    She is a high-performance athlete who consistently wins gold medals.