·

style (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “style”

ενικός style, πληθυντικός styles ή μη μετρήσιμο
  1. ύφος
    His painting style is very distinctive.
  2. στυλ
    She walks with style and confidence.
  3. στυλ (αρχιτεκτονικό, καλλιτεχνικό)
    The building was built in the Gothic style.
  4. μόδα
    Long hair is not quite the style I like.
  5. οι κατευθυντήριες γραμμές που χρησιμοποιεί ένας εκδότης σχετικά με τη γραμματική, τη στίξη και τη μορφοποίηση
    The editor asked him to follow the magazine's style.
  6. στυλ (μορφοποίησης)
    Use heading styles to organize your document.
  7. στύλος (στη βοτανική, το μέρος ενός λουλουδιού που συνδέει το στίγμα με την ωοθήκη)
    The pollen tube grows down through the style.
  8. τίτλος
    The king's style is "His Majesty".

ρήμα “style”

απαρέμφατο style; αυτός styles; αόριστος styled; μετοχή αορ. styled; μετοχή ενεστ. styling
  1. διαμορφώνω
    She styled her hair elegantly.
  2. αποκαλώ
    He was styled "Doctor" despite having no degree.