ουσιαστικό “style”
ενικός style, πληθυντικός styles ή μη μετρήσιμο
- ύφος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
His painting style is very distinctive.
- στυλ
She walks with style and confidence.
- στυλ (αρχιτεκτονικό, καλλιτεχνικό)
The building was built in the Gothic style.
- μόδα
Long hair is not quite the style I like.
- οι κατευθυντήριες γραμμές που χρησιμοποιεί ένας εκδότης σχετικά με τη γραμματική, τη στίξη και τη μορφοποίηση
The editor asked him to follow the magazine's style.
- στυλ (μορφοποίησης)
Use heading styles to organize your document.
- στύλος (στη βοτανική, το μέρος ενός λουλουδιού που συνδέει το στίγμα με την ωοθήκη)
The pollen tube grows down through the style.
- τίτλος
The king's style is "His Majesty".
ρήμα “style”
απαρέμφατο style; αυτός styles; αόριστος styled; μετοχή αορ. styled; μετοχή ενεστ. styling
- διαμορφώνω
She styled her hair elegantly.
- αποκαλώ
He was styled "Doctor" despite having no degree.