·

δ (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “δ”

δ, delta
  1. το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    The teacher wrote the letter δ on the blackboard.

σύμβολο “δ”

δ
  1. (αστρονομία) απόκλιση· η γωνιακή απόσταση ενός ουράνιου αντικειμένου βόρεια ή νότια του ουράνιου ισημερινού.
    The astronomer noted the star's right ascension and δ.
  2. (μαθηματικά) οποιαδήποτε μικρή τιμή ή μεταβολή τιμής
    The physicist wrote δ in the equation to represent a small change.