ρήμα “mislead”
απαρέμφατο mislead; αυτός misleads; αόριστος misled; μετοχή αορ. misled; μετοχή ενεστ. misleading
- παραπλανώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The manager mislead us about the raise we were supposed to get.
- να παραπλανήσεις κάποιον ώστε να κάνει κάτι
The advertisement misled customers into buying the product, even though the price was actually higher than advertised.