·

utility (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “utility”

ενικός utility, πληθυντικός utilities ή μη μετρήσιμο
  1. κοινωφελής υπηρεσία (υπηρεσία όπως ηλεκτρικό ρεύμα, νερό ή αέριο που παρέχεται στο κοινό)
    Electricity is an essential utility for households.
  2. ΔΕΚΟ (μια εταιρεία που παρέχει δημόσιες υπηρεσίες όπως νερό και ηλεκτρικό ρεύμα)
    The utility is investing in new infrastructure to improve service reliability.
  3. χρησιμότητα
    She questioned the utility of spending so much time on minor details during the meeting.
  4. εργαλείο (στην πληροφορική, ένα μικρό πρόγραμμα σχεδιασμένο να εκτελεί μια συγκεκριμένη εργασία)
    He downloaded a utility that helps optimize the computer's performance.
  5. χρησιμότητα (στα οικονομικά, η ικανοποίηση ή το όφελος που αποκτάται από την κατανάλωση ενός προϊόντος)
    The economist explained how utility influences consumer choices.

επίθετο “utility”

βασική μορφή utility, μη βαθμ.
  1. χρηστικός (σχεδιασμένος για πρακτική χρήση παρά για ομορφιά· λειτουργικός)
    He prefers utility clothing that is comfortable and durable.
  2. βοηθητικός (για αποθήκευση ή εξοπλισμό)
    She keeps cleaning supplies in the utility room next to the kitchen.