·

inside (EN)
πρόθεση, επίρρημα, ουσιαστικό, επίθετο

πρόθεση “inside”

inside
  1. μέσα σε
    She found her keys inside her purse.
  2. εντός
    She managed to learn the entire piano piece inside three days.

επίρρημα “inside”

inside (more/most)
  1. μέσα
    The cat was cold, so it came inside.
  2. στη φυλακή (για να διακριθεί από άλλες χρήσεις)
    After the robbery, Mike ended up inside for five years.

ουσιαστικό “inside”

ενικός inside, πληθυντικός insides ή μη μετρήσιμο
  1. εσωτερικό
    She found her lost ring inside her purse.
  2. η πλευρά του δρόμου όπου οδηγούν τα πιο αργά οχήματα
    You should never overtake another car on the inside.
  3. εσωτερική πλευρά (σε καμπύλη διαδρομή)
    During the race, he hugged the inside of the track to overtake his competitor on the sharp turn.
  4. πληροφορίες εκ των έσω (για να διακριθεί από άλλες χρήσεις)
    She promised to give me the inside on who's getting promoted next week.

επίθετο “inside”

βασική μορφή inside, μη βαθμ.
  1. εσωτερικός
    The inside pages of the book were filled with colorful illustrations.
  2. εσωτερικός (από κάποιον εντός της οργάνωσης)
    The CEO's decision was influenced by an inside source within the company.
  3. αναφέρεται στην πλευρά του δρόμου όπου οδηγούν τα πιο αργά οχήματα
    During heavy traffic, it's often faster to switch to the inside lane.
  4. πιο κοντά στο εσωτερικό μέρος (σε καμπύλη διαδρομή)
    During the race, she strategically chose the inside track on the curve to gain a slight advantage.