·

pants (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
pant (ρήμα, ουσιαστικό)

ουσιαστικό “pants”

pants, μόνο πληθυντικός
  1. παντελόνια
    He put on his pants and got ready for work.
  2. εσώρουχα
    She packed a pair of clean pants for her trip.

ουσιαστικό “pants”

ενικός pants, μη μετρήσιμο
  1. σαβούρα (κάτι άχρηστο ή κακής ποιότητας)
    That film was total pants.