ουσιαστικό “process”
ενικός process, πληθυντικός processes ή μη μετρήσιμο
- διαδικασία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Baking a cake involves a process that includes mixing ingredients, baking, and then cooling before decoration.
- απόφυση
The mastoid process is a bony protrusion behind the ear.
- διεργασία
The antivirus software detected a suspicious process running in the background of my computer.
ρήμα “process”
απαρέμφατο process; αυτός processes; αόριστος processed; μετοχή αορ. processed; μετοχή ενεστ. processing
- επεξεργάζομαι
The factory processes milk into cheese and yogurt.
- επεξεργάζομαι (μεταχείριση επίσημου αιτήματος)
The bank is processing your loan request, and you should hear back from them in a few days.
- επεξεργάζομαι (σε δεδομένα υπολογιστή)
The computer quickly processed the video, enhancing its quality.
- επεξεργάζομαι (νοητικά)
After hearing the news, it took her a moment to process that she had won the lottery.
ρήμα “process”
απαρέμφατο process; αυτός processes; αόριστος processed; μετοχή αορ. processed; μετοχή ενεστ. processing
- πομπή
The graduates processed down the aisle to their seats at the beginning of the ceremony.