ουσιαστικό “quest”
ενικός quest, πληθυντικός quests
- αναζήτηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She embarked on a quest to find the ancient treasure hidden in the mountains.
- αποστολή
To level up, we need to finish the quest given by the village elder.
- ερεύνα
The young knight embarked on a quest of the legendary sword hidden deep within the enchanted forest.
ρήμα “quest”
απαρέμφατο quest; αυτός quests; αόριστος quested; μετοχή αορ. quested; μετοχή ενεστ. questing
- αναζητώ
The children quested for hidden treasures in the backyard, hoping to find something extraordinary.