·

strategic (EN)
επίθετο

επίθετο “strategic”

βασική μορφή strategic (more/most)
  1. στρατηγικός
    The company made a strategic decision to enter the Asian market first, believing it would maximize their profits.
  2. στρατηγικός (όπλων μεγάλης κλίμακας ή μακροπρόθεσμης χρήσης, σε αντίθεση με τακτικά)
    The government focused on developing strategic missiles capable of reaching targets thousands of miles away.