·

pant (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “pant”

απαρέμφατο pant; αυτός pants; αόριστος panted; μετοχή αορ. panted; μετοχή ενεστ. panting
  1. λαχανιάζω
    The dog panted after playing fetch in the park.
  2. λαχταρώ
    She panted for a chance to travel the world.
  3. χτυπάω δυνατά (για την καρδιά)
    His heart panted with anticipation before the performance.
  4. πάλλομαι
    The ship's metal hull panted in the rough seas.

ουσιαστικό “pant”

ενικός pant, πληθυντικός pants
  1. γρήγορη, βαριά ανάσα ή λαχάνιασμα
    He took a pant after sprinting to the finish line.
  2. (μεταφορικά) έντονη λαχτάρα ή επιθυμία
    His pant for success drove him to work tirelessly.