ρήμα “pant”
απαρέμφατο pant; αυτός pants; αόριστος panted; μετοχή αορ. panted; μετοχή ενεστ. panting
- λαχανιάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The dog panted after playing fetch in the park.
- λαχταρώ
She panted for a chance to travel the world.
- χτυπάω δυνατά (για την καρδιά)
His heart panted with anticipation before the performance.
- πάλλομαι
The ship's metal hull panted in the rough seas.
ουσιαστικό “pant”
ενικός pant, πληθυντικός pants
- γρήγορη, βαριά ανάσα ή λαχάνιασμα
He took a pant after sprinting to the finish line.
- (μεταφορικά) έντονη λαχτάρα ή επιθυμία
His pant for success drove him to work tirelessly.