·

berry (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “berry”

ενικός berry, πληθυντικός berries
  1. μούρο
    In common language, all small fruits like strawberries and blueberries are considered berries.
  2. στη βοτανική, ένας μαλακός καρπός που αναπτύσσεται από μία μόνο ωοθήκη και έχει σπόρους που δεν περικλείονται σε σκληρά κελύφη
    Botanically, bananas are considered berries, but strawberries are not.