ουσιαστικό “chocolate”
ενικός chocolate, πληθυντικός chocolates ή μη μετρήσιμο
- σοκολάτα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I love eating chocolate after dinner.
- ζεστή σοκολάτα
On cold winter nights, we would gather around the fireplace with mugs of chocolate.
- σοκολατάκι
She picked a chocolate from the box and savored its rich flavor.
- σοκολατί
The artist chose chocolate for the walls, giving the room a warm and cozy feel.
επίθετο “chocolate”
βασική μορφή chocolate, μη βαθμ.
- σοκολατένιος
She enjoyed a slice of the rich, chocolate cake.
- σοκολατί (χρώμα)
She wore a beautiful chocolate dress to the party.