ουσιαστικό “negotiation”
ενικός negotiation, πληθυντικός negotiations ή μη μετρήσιμο
- διαπραγμάτευση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The two companies are in negotiation to settle their differences and form a partnership.