·

acting (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “acting”

βασική μορφή acting, μη βαθμ.
  1. υπηρεσιακός
    The acting manager is in charge until the new manager arrives.

ουσιαστικό “acting”

ενικός acting, μη μετρήσιμο
  1. υποκριτική
    She studied acting in college and now performs in the theater.