επίθετο “acting”
βασική μορφή acting, μη βαθμ.
- υπηρεσιακός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The acting manager is in charge until the new manager arrives.
ουσιαστικό “acting”
ενικός acting, μη μετρήσιμο
- υποκριτική
She studied acting in college and now performs in the theater.