ουσιαστικό “novel”
ενικός novel, πληθυντικός novels
- μυθιστόρημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spent the entire weekend reading a thrilling novel about a mysterious crime.
επίθετο “novel”
βασική μορφή novel, μη βαθμ.
- καινοτόμος
The scientist introduced a novel method for recycling plastic that amazed everyone.