·

novel (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “novel”

ενικός novel, πληθυντικός novels
  1. μυθιστόρημα
    She spent the entire weekend reading a thrilling novel about a mysterious crime.

επίθετο “novel”

βασική μορφή novel, μη βαθμ.
  1. καινοτόμος
    The scientist introduced a novel method for recycling plastic that amazed everyone.