ουσιαστικό “scheme”
ενικός scheme, πληθυντικός schemes
- σχέδιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The city council has introduced a new recycling scheme to reduce waste.
- δολοπλοκία
The villains devised a scheme to steal the priceless painting from the museum.
- σύστημα
The color scheme of the room included shades of blue, green, and white.
ρήμα “scheme”
απαρέμφατο scheme; αυτός schemes; αόριστος schemed; μετοχή αορ. schemed; μετοχή ενεστ. scheming
- συνωμοτώ
The employees were caught scheming to steal company secrets.