·

convinced (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
convince (ρήμα)

επίθετο “convinced”

βασική μορφή convinced (more/most)
  1. πεπεισμένος
    After seeing the empty cookie jar and crumbs on his shirt, she was convinced her son had disobeyed her.