·

borrowing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
borrow (ρήμα)

ουσιαστικό “borrowing”

ενικός borrowing, πληθυντικός borrowings ή μη μετρήσιμο
  1. δάνειο (στη γλωσσολογία, λέξη ή έκφραση που έχει ληφθεί από άλλη γλώσσα)
    Kindergarten" is a German borrowing into English.