επίθετο “useful”
βασική μορφή useful (more/most)
- χρήσιμος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She always carries a Swiss army knife because it's a useful tool for many situations.
- χρήσιμος (σημαντικός)
Can you find something useful to do?