·

stapler (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “stapler”

ενικός stapler, πληθυντικός staplers
  1. συρραπτικό
    She used the stapler to bind her essay before turning it in.
  2. συρραπτικό (στην ιατρική, συσκευή που χρησιμοποιείται για το κλείσιμο τραυμάτων ή χειρουργικών τομών με συρραπτικά)
    The doctor employed a stapler to seal the patient's wound efficiently.