·

climbing (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
climb (ρήμα)

ουσιαστικό “climbing”

ενικός climbing, μη μετρήσιμο
  1. αναρρίχηση
    For her birthday, Sarah received a membership to the local gym that specializes in climbing, allowing her to practice the sport indoors.

επίθετο “climbing”

βασική μορφή climbing, μη βαθμ.
  1. αναρριχητικός (για φυτά που αναπτύσσονται προς τα πάνω προσκολλώμενα σε επιφάνειες)
    The climbing roses covered the entire trellis, creating a beautiful, fragrant wall of flowers.